σοβαρός , σπουδαίος (Πολλά ‘γνοιανά μου φέρνει) συλλογισμένος, ανήσυχος (χαρά πολλή σ’ έτοιο γνοιανό τα μέλη ντου γρηκούσι), συμφορά (το ‘γνοιανό που με κινά και κλαίω) Νέο (μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνει)
σοβαρός , σπουδαίος (Πολλά ‘γνοιανά μου φέρνει) συλλογισμένος, ανήσυχος (χαρά πολλή σ’ έτοιο γνοιανό τα μέλη ντου γρηκούσι), συμφορά (το ‘γνοιανό που με κινά και κλαίω) Νέο (μαντατοφόρος εγνοιανός και προξενήτρα εγίνει)