Ε εγανάχτησα Από cretanlexiko - 29 Μαΐου, 2016 0 8 αγανάκτησα, εζορίστηκα, κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια. Συνήθης φράση: Εγανάχτησα να κουβαλήσω με τα πόδια τρείς τσάντες γεμάτες