Δ δισάκι, βουργιάλι (το) Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 50 σακίδιο. Συνήθης φράση: Βάνω το δισάκι μου στον ώμο, παίρνω ομπρός το δρόμο και δίδω των αμαθιών μου