Δ διχαλώνω Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 39 παραστρατίζω, λοξοδρομώ, ξεστρατίζω, χωρίζω στα δύο. Συνήθης φράση: Να στρίψεις θες δεξιά εκεί που διχαλώνει ο δρόμος