Δ διχάλα (η) Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 28 το σκαλιστήρι με δύο δόντια από τη μια μεριά, ένα μακρύ ξύλο με σχήμα V στην άκρη, ο δρόμος που πάει σε δύο σημεία