Α ασκλελιά (η) Από cretanlexiko - 25 Ιουνίου, 2016 0 32 Α. η ασκελιά, ένα βήμα όσο το άνοιγμα των ποδιών. Β. σκελίδα. Συνήθεις φράσεις: Εγώ θυμούμαι πως το σύνορο ήτονε μια ασκελιά από τη χαρουπιά. Ή: Κόψε δύο ασκελιές σκόρδο και ρίξε το στη φακή