Α ανεβάρετος (ο) Από Lexiko - 23 Οκτωβρίου, 2016 0 41 αυτός πού δεν βαριέται ποτέ, ο ακούραστος, αεικίνητος. Συνήθης φράση: Μάνα μου μάνα μου ανεβάρετος άθρωπος ο άντρας σου, την υγειά του να ‘χει δε σταματά λεφτό