Α ανεμαζωξάρης (ο), ανεμαζωξαριά (η) Από Lexiko - 23 Οκτωβρίου, 2016 0 70 ο ερχόμενος -η από άλλο μέρος, αυτός -η που περιμαζεύτηκε, γαμπρός ή νύφη που έχουν έρθει από άλλο τόπο