Α αχοχλακώ, χοχλακώ Από cretanlexiko - 28 Μαΐου, 2016 0 44 βράζω, έχω ταραχή. Συνήθεις φράσει: Ρίξε τα βρουβάσταχα στο τσικάλι γιατί αχοχλακά το νερό (βράζει). Ή: Αχοχλακά το αίμα μου εκειά που τονε θωρώ…( παθαίνω ταραχή)